- ευκολοάναφτος
- η , ο[ν]1) легко зажигаемый, воспламеняющийся; 2) см. ευερέθιστος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευκολοάναφτος — η, ο 1. αυτός που φλέγεται, που ανάβει εύκολα, ο εύφλεκτος 2. μτφ. ευέξαπτος, ευερέθιστος … Dictionary of Greek
ευκολο- — πρώτο συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το σημαινόμενο από το δεύτερο συνθετικό (συνήθως ρήμα ή ρημ. επίθ.) γίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. ΣΥΝΘ. μσν. ευκολόγερτος, ευκολοκράτητος μσν. νεοελλ. ευκολοπαρηγόρητος,… … Dictionary of Greek
ευκολόκαυστος — και ευκολόκαφτος, η, ο αυτός που μπορεί να τόν κάψει κάποιος εύκολα, ο ευκολοάναφτος, ο εύφλεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευκολο * + καυστος (< καίω), πρβλ. ά καυστος] … Dictionary of Greek